στατήρων

στατήρων
στατήρ
standard coin
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεκαστάτηρος — δεκαστάτηρος, ον (Α) 1. χωρητικότητας δέκα στατήρων 2. το ουδ. ως ουσ. α) σύνολο δέκα στατήρων β) βάρος δέκα στατήρων …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

  • τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] …   Dictionary of Greek

  • διστάτηρον — διστάτηρον, το (Α) νόμισμα δύο στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + στατήρ] …   Dictionary of Greek

  • πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταστάτηρον — τὸ, Α αντικείμενο πενήντα στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + στατήρ, ῆρος (πρβλ. τρι στάτηρος)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”